σφυρήλατος

σφυρήλατος
ος, ο[ν] кованый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σφυρήλατος" в других словарях:

  • σφυρήλατος — (I) η, ο / σφυρήλατος, ον, ΝΜΑ (για μέταλλα) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί, που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλασία αρχ. 1. μτφ. α) αυτός που είναι τόσο σκληρός ή τόσο στερεός σαν να έχει συγκροτηθεί από σίδηρο (α. «φιλίαν... σφυρήλατον», Πλούτ.… …   Dictionary of Greek

  • σφυρήλατος — σφῡρήλατος , σφυρήλατος wrought with the hammer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυρήλατον — σφῡρήλατον , σφυρήλατος wrought with the hammer masc/fem acc sg σφῡρήλατον , σφυρήλατος wrought with the hammer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελατός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν …   Dictionary of Greek

  • ολοσφυρήλατος — ὁλοσφυρήλατος, ον (Α) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί καθ ολοκληρίαν, ο σφυρηλατημένος ολόκληρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφυρήλατος] …   Dictionary of Greek

  • πληκτός — ή, όν, Μ [πλήσσω] χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά») …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σφυρηλατώ — σφυρηλατῶ, έω, ΝΜΑ [σφυρήλατος (Ι)] κατεργάζομαι τα μέταλλα με τη σφύρα, σφυροκοπώ νεοελλ. μτφ. διαπλάθω τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου με επίμονη άσκηση («η άσκηση και οι δυσκολίες σφυρηλατούν τον χαρακτήρα τών παιδιών») …   Dictionary of Greek

  • σφυρόκτυπος — ον, Μ [σφυροκτυπῶ] σφυρήλατος …   Dictionary of Greek

  • τυπίας — ὁ, Α (για μέταλλα) σφυρήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. ίας (πρβλ. τροχ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • χτυπητός — και κτυπητός, ή, ό, Ν [χτυπώ / κτυπώ] 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί με χτύπημα, χτυπημένος (α. «χτυπητό αβγό» β. «χτυπητή ζύμη») 2. (σχετικά με μέταλλα) σφυρήλατος 3. αυτός που έχει δεχθεί χτυπήματα, δαρμένος («τόν έκαναν χτυπητό») 4. αυτός που …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»